Ερωτήσεις που θα θέλατε να κάνετε σε έναν ψυχολόγο
Ψυχοθεραπεία είναι ένας τρόπος αντιμετώπισης των ψυχολογικών δυσκολιών μέσω της εφαρμογής μεθόδων που προέρχονται από την επιστήμη της ψυχολογίας, με στόχο την παροχή βοήθειας στο άτομο ώστε να μεταβάλλει συμπεριφορές, σκέψεις, συναισθήματα και χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του στην κατεύθυνση που επιθυμεί ο θεραπευόμενος. Βασίζεται και ενισχύεται από τη θεραπευτική συμμαχία μεταξύ θεραπευτή και θεραπευόμενου, η οποία περιλαμβάνει τη δημιουργία της θεραπευτικής σχέσης και το συνεργατικό καθορισμό των στόχων της θεραπευτικής διαδικασίας. Κατά τη διάρκειά της το άτομο διδάσκεται στρατηγικές και μαθαίνει να έχει στη διάθεσή του «εργαλεία», ώστε να είναι σε θέση να αντιμετωπίσει τα συμπτώματά του με περισσότερο αποτελεσματικό τρόπο λειτουργώντας αποδοτικότερα στην καθημερινότητά του.
Συνοψίζοντας θα λέγαμε ότι η ψυχοθεραπεία έχει ως σκοπό:
Η ταύτιση του όρου ψυχοθεραπεία με αυτόν της ψυχανάλυσης, είναι μία συνήθης σύγχυση στην καθημερινότητα. Η ψυχανάλυση αποτελεί μία συγκεκριμένη μορφή ψυχοθεραπείας. Δημιουργήθηκε από το Sigmund Freud στις αρχές του 20ού αιώνα και στην κλασσική της μορφή περιλαμβάνει 4-5 συναντήσεις εβδομαδιαίως για μεγάλο χρονικό διάστημα. Κατά τη διάρκεια των χρόνων άλλοι ψυχαναλυτές εξέλιξαν τη θεραπεία αυτή σε πιο βραχείες μορφές.
Συνεπώς ο όρος ψυχοθεραπεία είναι ευρύτερος από αυτόν της ψυχανάλυσης, αφού αναφέρεται σε διάφορες μεθόδους παρέμβασης που έχουν ως σκοπό τη βελτίωση της ψυχικής υγείας και ευεξίας του ατόμου. Με βάση τα τωρινά δεδομένα υπάρχουν εκατοντάδες μορφές ψυχοθεραπείας. Καθεμία βασίζεται σε ένα θεωρητικό πλαίσιο και χρησιμοποιεί ανάλογη μεθοδολογία και τεχνικές.
Στην επιστημονική κοινότητα τα οφέλη της ψυχοθεραπείας είναι κοινώς αποδεκτά και φαίνεται να υπάρχουν ανεξάρτητα από το είδος του προβλήματος, αφού κυρίως εξαρτώνται από τα χαρακτηριστικά του ατόμου, από το θεραπευτή και από παράγοντες που σχετίζονται με το πλαίσιο στο οποίο πραγματοποιείται η θεραπεία. Τα αποτελέσματα της ψυχοθεραπείας είναι ανάλογα αν όχι καλύτερα από αυτά της φαρμακοθεραπείας, με το πρόσθετο πλεονέκτημα ότι διαρκούν περισσότερο στο χρόνο και δεν απαιτούν συμπληρωματικούς κύκλους θεραπείας. Για παράδειγμα, κατά την αντιμετώπιση της κατάθλιψης ή των αγχωδών διαταραχών οι θεραπευόμενοι αποκτούν δεξιότητες που χρησιμοποιούν και μετά το τέλος της θεραπείας, με αποτέλεσμα να συνεχίσουν να βελτιώνονται και αφού ολοκληρωθεί. Μετά από ένα σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα θεραπείας επιστρέφουν σε επίπεδο λειτουργικότητας ανάλογο με αυτό των ατόμων που δεν είχαν παρόμοια προβλήματα.
Η μορφή ψυχοθεραπείας με την ισχυρότερη επιστημονική τεκμηρίωση της αποτελεσματικότητάς της είναι η Γνωστική Συμπεριφορική Θεραπεία. Πρόκειται για βραχεία μορφή ψυχοθεραπείας, εστιάζοντας στο πώς το άτομο σκέφτεται, συμπεριφέρεται και επικοινωνεί σήμερα κι όχι πώς τα έκανε κατά την παιδική του ηλικία. Ένας μεγάλος αριθμός ερευνών απέδειξαν ότι η γνωστική συμπεριφορική θεραπεία είναι το ίδιο αποτελεσματική με τη φαρμακοθεραπεία για την κατάθλιψη, τις <uδιαταραχές άγχους, τις εμμονές και τους φόβους. Μπορείτε να διαβάσετε περισσότερα για τη Γνωστική Συμπεριφορική Θεραπεία.
Ο εγκέφαλος αποτελείται από νευρικά κύτταρα, τα οποία συνδέονται μεταξύ τους σε ένα είδος περίπλοκου δικτύου. Η επιστημονική κοινότητα μελετώντας το δίκτυο αυτό έχει καταφέρει να δημιουργήσει φάρμακα που βοηθούν στη αντιμετώπιση των ψυχιατρικών προβλημάτων. Αρμόδιος για τη χορήγηση των σκευασμάτων είναι ο ψυχίατρος. Ο ψυχολόγος σε περίπτωση που κρίνει απαραίτητη ή χρήσιμη τη χορήγησή τους, θα παραπέμψει το άτομο σε ψυχίατρο για την κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή.
Εν κατακλείδι, τα φάρμακα αποτελούν ακόμη ένα εργαλείο που έχουν στα χέρια τους οι επαγγελματίες για να βοηθήσουν τα άτομα που αντιμετωπίζουν προβλήματα. Η χρησιμότητα τους έχει αποδειχθεί, αλλά η λήψη τους δεν είναι πάντα ωφέλιμη ή απαραίτητη στην προσπάθεια για την αντιμετώπιση μιας διαταραχής ή μιας συναισθηματικής δυσκολίας που βιώνει το άτομο. Υπάρχουν περιπτώσεις όπου η φαρμακευτική αγωγή είναι απαραίτητη, άλλες όπου θα ήταν ωφέλιμο να αποφεύγεται, ενώ υπάρχουν καταστάσεις όπου ο συνδυασμός φαρμακοθεραπείας και ψυχοθεραπείας φέρει τα καλύτερα αποτελέσματα.
Η ψυχοθεραπεία μπορεί να αλλάξει τη δομή και λειτουργία του εγκεφάλου, μειώνοντας με αυτόν τον τρόπο τη συμπτωματολογία γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα τη βελτίωση της ποιότητας ζωής του θεραπευόμενου. Οι μεταβολές αυτές πραγματοποιούνται είτε αναστρέφοντας τις αλλαγές που έχει προκαλέσει η διαταραχή, είτε δημιουργώντας νέες συνθήκες οι οποίες «καταργούν» τις αλλαγές που έχει επιφέρει η διαταραχή. Μπορείτε να διαβάσετε περισσότερα για το πώς η ψυχοθεραπεία αλλάζει τον εγκέφαλο.
Η Γνωστική Συμπεριφορική Θεραπεία είναι σύντομης μορφής ψυχοθεραπεία. Αυτό σημαίνει ότι δεν ταυτίζεται με το πρότυπο της μακρόχρονης και κοστοβόρου παρέμβασης που διαρκεί χρόνια.Υπάρχουν έρευνες που αναφέρουν ότι οι μισοί θεραπευόμενοι βελτιώθηκαν μετά από μόλις 8 συνεδρίες, ενώ το 75% βελτιώθηκε μετά από 6 μήνες θεραπείας. Ωστόσο, η ακριβής διάρκειά της είναι δύσκολο να προσδιοριστεί εκ των προτέρων αν δεν συνυπολογιστεί το είδος του προβλήματος, η έκταση, η χρονιότητά του, αλλά και ο ίδιος ο θεραπευόμενος αφού ο κάθε άνθρωπος ακολουθεί το δικό του ρυθμό στη θεραπεία.
Οι συνεδρίες διαρκούν 45 λεπτά και η συνήθης συχνότητά τους είναι μία φορά την εβδομάδα.
Κατά την επίσκεψή σας στον ψυχολόγο θα χρειαστεί ένα διάστημα για τη συλλογή πληροφοριών και την αξιολόγησή τους. Αυτό συμβαίνει στις πρώτες συνεδρίες, όπου ο ψυχολόγος στην προσπάθειά του να αντιληφθεί το πρόβλημα, τους μηχανισμούς που το δημιούργησαν και αυτούς που το συντηρούν θα συλλέξει πληροφορίες μέσω ερωτήσεων και ερωτηματολογίων. Στη συνέχεια, μαζί με το θεραπευόμενο θα δημιουργηθεί το πλάνο της αντιμετώπισης και θα ξεκινήσει η θεραπεία για την επίτευξη των στόχων που έχουν τεθεί.
Όταν επισκέπτεστε κάποιον επαγγελματία ψυχικής υγείας έχετε δικαίωμα:
Πρόκειται για εξαιρετικά χρήσιμες πληροφορίες προκειμένου να αποφασίσετε τη συνεργασία μαζί του.
Ο ψυχολόγος «πρέπει να τηρεί απόλυτη εχεμύθεια για όσα μαθαίνει ή αντιλαμβάνεται κατά την άσκηση του επαγγέλματός του» (νόμος 991/1979). Συνεπώς, δεν παρέχει σε τρίτους καμία πληροφορία χωρίς τη ρητή έγκριση του θεραπευόμενου. Το απόρρητο αίρεται σε περιπτώσεις όπου ο θεραπευόμενος απειλεί να βλάψει τον εαυτό του ή κάποιον άλλον.